- ολόκαινος
- -η, -οφρ. «ολόκαινος εποχή» ή «ολόκαινη εποχή» ή, απλώς, «ολόκαινο»γεωλ. η νεώτερη από τις δύο εποχές που συνιστούν την τεταρτογενή περίοδο και το τελευταίο διάστημα τής γεωλογικής ιστορίας τής Γης, η οποία ακολούθησε το πλειστόκαινο και άρχισε πριν από 10.000 περίπου έτη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. holocene (< [ολ]ο-* + καινός)].
Dictionary of Greek. 2013.